Το πρόβλημα της υπογονιμότητας εμφανίζεται συχνά και είναι διαχρονικό. Το ποσοστό συνεχώς μεγαλώνει τα τελευταία χρόνια και διεθνώς το 15% των ζευγαριών αντιμετωπίζουν κάποια δυσκολία στη σύλληψη γενικώς, ή στη σύλληψη του επιθυμητού αριθμού παιδιών, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.).Η πιθανότητα σύλληψης σε ένα ζευγάρι που βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία και έχει σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη ή χρήση αντισυλληπτικών μεθόδων είναι περίπου 20% ανά μήνα. Στους 12 μήνες, το ποσοστό σύλληψης φθάνει στατιστικά στο 88% .Το ποσοστό υπογονιμότητας παραμένει σταθερό με την πάροδο των αιώνων. Έχει καταγραφεί μελέτη σε περιοχή της Αγγλίας, κατά τον 19ο αιώνα, στην οποία βρέθηκε ότι 1 στους 6 γάμους δεν ήταν παραγωγικός (16%), παρ’ όλα αυτά τα τελευταία χρόνια το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί γιατί η ηλικία της γυναίκας που ξεκινάει την δημιουργία της οικογένειάς της είναι μεγαλύτερη και κυρίως γιατί έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής, οι συνήθειες και η διατροφή στα νέα ζευγάρια.

Με τον όρο υπογονιμότητα ονομάζουμε την αδυναμία σύλληψης μετά από 12 μήνες σεξουαλικών επαφών χωρίς προφύλαξη ή χρήση αντισυλληπτικών μέσων ενώ με τον όρο στειρότητα ονομάζουμε την απόλυτη αδυναμία σύλληψης.
Μηνιαίο Ποσοστό Γονιμότητας (ΜΠΓ) ονομάζουμε την πιθανότητα σύλληψης σε έναν εμμηνορρυσιακό κύκλο και είναι περίπου 20%

Αν κάνουμε μια αναφορά στα αίτια υπογονιμότητας θα τα ταξινομούσαμε στα παρακάτω
• Προβλήματα από το σπέρμα (που αφορούν τον αριθμό, την κινητικότητα και τη μορφολογία των σπερματοζωαρίων).
• Διαταραχές ωοθυλακιορρηξίας.
• «Εχθρική» συμπεριφορά της τραχηλικής βλέννας και παθήσεις του τραχήλου.
• Παθήσεις της μήτρας.
• Προβλήματα από τις σάλπιγγες (απόφραξη, συμφύσεις).
• Ενδομητρίωση.
• Αυξημένη ηλικία της γυναίκας.
• Παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής (κάπνισμα, κατανάλωση οινοπνεύματος, εργασιακό περιβάλλον).
• Ανεξήγητη υπογονιμότητα, η οποία κατέχει σημαντικό ποσοστό (περίπου 20-25%) των περιπτώσεων υπογονιμότητας.

Αν λοιπόν το ζευγάρι παραγματοποιήσει επίσκεψη στον γυναικολόγο ειδικό στην υπογονιμότητα, θα υποβληθεί στις κάτωθι εξετάσεις προκειμένου να γίνει ο ανάλογος κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος

Για τη Γυναίκα:

Κολπικό Υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων
Υστεροσαλπιγγογραφία
Υστεροσκόπηση – Λαπαροσκόπηση
Εξετάσεις αίματος (π.χ.για έλεγχο θυρεοειδούς-προλακτίνης –ορμονικό προφίλ)
Καλλιέργειες κολπικού υγρού για χλαμύδια, ουρεόπλασμα, μυκόπλασμα κλπ.

Για τον άνδρα

Σπερμοδιάγραμμα και αν χρειάζεται έλεγχος από ουρολόγο

Η φιλοσοφία αντιμετώπισης της υπογονιμότητας μπορεί να περιλαμβάνει

μια φάση αναμονής
διενέργεια εξετάσεων για τη διερεύνηση των αιτίων υπογονιμότητας, με σκοπό την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας,
χρονοδιάγραμμα αντιμετώπισης (π.χ. περιορισμένος αριθμός σπερματεγχύσεων, υστεροσκόπηση-λαπαροσκόπηση κ.ά.),
άμεση εφαρμογή εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Μιλώντας για τη σπερματέγχυση αναφερόμαστε σε μια μέθοδο η οποία έχει λόγο και ένδειξη σε ζευγάρια που οι παράγοντες της υπογονιμότητας τους δεν είναι πολύ σοβαροί . Τότε, το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι η σπερματέγχυση. Παράγοντες όπως σπέρμα με ποιότητα λίγο χαμηλότερη από τη φυσιολογική ή ‘εχθρική’ τραχηλική βλέννη (βλέννη που εμποδίζει τη διείσδυση των σπερματοζωαρίων) είναι προβλήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη μέθοδο αυτή.

Η σπερματέγχυση είναι μια ανώδυνη διαδικασία που πραγματοποιείται την ημέρα ωορρηξίας της συζύγου. Την ημέρα αυτή ο σύζυγος δίνει δείγμα σπέρματος το οποίο επεξεργάζεται κατάλληλα στο εργαστήριο. Μετά από την επεξεργασία που υφίσταται το δείγμα, τα κινούμενα σπερματοζωάρια συγκεντρώνονται και εν συνεχεία τοποθετούνται στη μήτρα με τη βοήθεια ενός καθετήρα. Για να είναι χρήσιμη η σπερματέγχυση πρέπει οι σάλπιγγες της γυναίκας να είναι ανοιχτές.

Υπάρχουν διάφορες τεχνικές σπερματέγχυσης η κλασσική αλλά και πιο πρωτοποριακές όπως η FSP και η IUTPI.

Tέλος σπερματέγχυση μπορεί να πραγματοποιηθεί και με τη χρήση σπέρματος τρίτου δότη (ετερόλογος σπερματέγχυση).

Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι λίγο πιο ιδιαίτερη διαδικασία γιατί η γυναίκα παίρνει φάρμακα προκειμένου να κάνει ωάρια . Η λήψη θα γίνει υπό ήπια νάρκωση στην κλινική και στο εργαστήριο θα πραγματοποιηθεί η γονιμοποίηση . Η μεταφορά των γονιμοποιημένων ωαρίων θα γίνει στην μήτρα της γυναίκας λίγες μέρες αργότερα.

Πάντως και οι δύο μέθοδοι αποτελούν τρόπο εκλογής για επιτυχή γονιμοποίηση και έχουν τις ενδείξεις τους ανάλογα με τις ανάγκες του ζευγαριού.

Αυτό, όμως, που έχει την κορυφαία σημασία είναι η συνεχής προσπάθεια του ζευγαριού και η επίτευξη του στόχου που δεν είναι άλλος από την γέννηση ενός υγιούς παιδιού, ή και περισσότερων!!!

Μετά τιμής,

Βασίλειος Μπαγιώκος

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

two × two =

Post comment